- πίνος
- ο, ΝΜΑ1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῡ χαλκοῡ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)3. (αλχ.) πλύση τών μετάλλωναρχ.1. μτφ. (για ύφος) αρχαϊκός και απέριττος2. φρ. «σὺν πίνῳ χερῶν»μτφ. με αισχρά μέσα, με πρόστυχο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ερμηνεία της λ. από τον Ερωτιανό «πίνος γὰρ ὁῥύποςἐν ἐνίοις δὲ ὑπομνήμασιν εὕρομεν πίνον λεγόμενον τὸν σπίλον» θα ενθάρρυνε την σύνδεση της με τον τ. σπίλος* «λεκές» και πιθ. με τον τ. οἰσπώτη «κοπριά, ακαθαρσίες ζώων». Κατ' άλλη άποψη, η λ. πίνος συνδέεται με το λατ. in-quino «ρυπαίνω, μολύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.